Wait, what?

Αυτά που δε θα έπρεπε να συμβαίνουν.

Υπάρχουν κάποιες λέξεις τις οποίες δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ. Όπως για παράδειγμα το “κρίμα”, το “νόμιζα” και το “έπρεπε”. Και οι τρεις – κατά την προσωπική μου άποψη πάντα – υποδηλώνουν κάποια νοητική επεξεργασία η οποία προκύπτει έπειτα από ένα γεγονός, που ναι μεν σε ορισμένες περιπτώσεις είναι χρήσιμη, ωστόσο διαπιστώνω πολύ συχνά ότι με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται, δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό σε μία συζήτηση.

Κρίμα που δεν ήρθες για μπάνιο, ήταν πολύ ωραία” – πληροφορία η οποία το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργήσει ενοχές.

Νόμιζα ότι δεν ήθελες να σου κρατήσω φαγητό” – ας ρωτούσες.

“Δεν έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο” – ε, τώρα πήρα, τί να κάνουμε.

Λοιπόν αναθεωρώ, ειδικά σχετικά με το τελευταίο. Το “έπρεπε” τελικά έχει τη σημασία του. Γιατί παρατηρώ ότι ορισμένα πράγματα δε θα έπρεπε να συμβαίνουν τη σήμερον ημέρα σε μία χώρα που παραδοσιακά (δια)φημίζεται για τη φιλοξενία της.

Θα αναφερθώ όσο πιο συνοπτικά γίνεται σε δύο περιστατικά – με σοβαρότερο το δεύτερο.

  1. Κοπέλα πηγαίνει σε τουριστικό mini market – ρετρό, σκοτεινό, από αυτά που δε διαθέτουν κλιματισμό στους 37 βαθμούς Κελσίου – για να πάρει μπουκαλάκι νερό το οποίο είναι τοποθετημένο στο ψηλότερο ράφι του ψυγείου. Σηκώνεται στις μύτες, καταφέρνει να το πιάσει και, πάνω στην προσπάθεια, ρίχνει κάτω μία λεμονάδα η οποία ανοίγει με αποτέλεσμα να κυλήσει λίγο αναψυκτικό στο πάτωμα. Η κοπέλα δαγκώνεται, αισθάνεται άσχημα, πιάνει τη λεμονάδα και το νερό και πηγαίνει στο ταμείο, στον μεσήλικα ντόπιο κύριο ο οποίος, απ’ό,τι καταλαβαίνει είναι και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος.

– Σας έκανα μια μικρή ζημιά, σας ζητώ συγγνώμη, θα την πληρώσω βέβαια. Μου έπεσε μία λεμονάδα όπως έπιανα το νερό, οπότε κρατήστε και αυτή στο σύνολο.

– Ναι, αλλά τώρα αυτό θέλει σφουγγάρισμα (με δυσφορία).

– Εμείς οι κοντές ξέρετε δε φτάνουμε εύκολα το νερό (χαριτολογώντας).

– Έχει και απέναντι νερό ας έπαιρνες από το απέναντι ψυγείο (με οδηγίες χρήσεως).

– …

– ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΚΑΛΑ, ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ, ΣΤΑΖΕΙ!!!

– Αφήστε το νερό. Κρατήστε μόνο τη λεμονάδα (πληρώνει και φεύγει).

Θα τολμήσω να πω ότι υπό άλλες συνθήκες – τις αφήνω στην κρίση σας – η πιο πιθανή αντίδραση του καταστηματάρχη να περιλάμβανε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και ένα χαμόγελο συνοδευόμενο από τη φράση “it’s ok my friend, don’t worry. So, first time in Greece?”

2. Μαμά πηγαίνει με τα δύο μικρά παιδιά της σε πισίνα ξενοδοχείου με νεροτσουλήθρες. Μπαίνει από την ξεχωριστή, ειδικά διαμορφωμένη είσοδο, παρατηρεί τις ταμπέλες και τις σημάνσεις: απαγορεύεται το φαγητό, το τρέξιμο, οι βουτιές, η μη επίβλεψη από γονείς, κ.λ.π. Ευτυχώς υπάρχει ναυαγοσώστης οπότε, ακόμα κι αν τα παιδιά της γνωρίζουν πολύ καλό κολύμπι, νιώθει περισσότερο ασφάλεια. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύει. Κάποια στιγμή την πλησιάζει ο ναυαγοσώστης. Αρχικά δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του, μιας και δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από σχετικό κανονισμό (πορτοκαλί μαγιώ, καπέλο, ένδειξη “lifeguard”, κ.ο.κ.). Δεν είναι Έλληνας, μιλάει όμως λίγα, σπαστά αγγλικά. Και η συζήτηση πάει κάπως έτσι:

– Πού είναι το βραχιολάκι σου;

– Ποιο βραχιολάκι;

– Νόμιζες ότι θα χρησιμοποιήσεις τις τσουλήθρες χωρίς να πληρώσεις;

– Συγγνώμη, δε γνώριζα ότι υπάρχει είσοδος. Φυσικά να πληρώσω. Απλά δεν είδα να αναγράφεται κάπου.

– Πάμε τώρα στη ρεσεψιόν μαζί να πληρώσεις!

Τη συνοδεύει ως άλλος ‘security guard’ μέχρι τη ρεσεψιόν, αφήνοντας το πόστο του (!!!) και περιμένει μαζί της.

– Εντάξει, μπορείς να επιστρέψεις. Είμαι εδώ, θα πληρώσω.

– Τα παιδιά σου ξέρουν κολύμπι;

– Ναι, αλλά γιατί ρωτάς;

– Κάνεις ηλίθιες ερωτήσεις!

Οι υπόλοιποι πελάτες που περιμένουν στη ρεσεψιόν αντιλαμβάνονται τί συμβαίνει και αναρωτιούνται χαμηλόφωνα “wow…talking to a guest this way”. Ακολούθησαν κι άλλες, εξίσου προσβλητικές εκφράσεις και εν συντομία, η μαμά πληρώνει και ο ναυαγοσώστης για κάποιο λόγο το φυσά και δεν κρυώνει.

Τα επόμενα λεπτά πλησιάζει δύο φορές την ξαπλώστρα που κάθεται πλέον η μαμά με τα παιδιά της (αφήνοντας πάλι το πόστο του) και κάνει επιθετικές δηλώσεις όπως “νομίζεις ότι είσαι ο Θεός” ή “εδώ δεν θα ξανάρθεις ακόμα κι αν πληρώσεις”. Μάλιστα, ο έντονος τόνος του γίνεται αντιληπτός ακόμα και από τον εξάχρονο γιο: “μαμά, δε θέλω να ξανάρθουμε εδώ. Ο κύριος δεν είναι ευγενικός”. Η μαμά ενημερώνει το τμήμα guest relations του ξενοδοχείου για την ανάρμοστη συμπεριφορά του ναυαγοσώστη. “Σας ευχαριστούμε που μας ενημερώσατε. Ναι, πράγματι απαράδεκτο αυτό που συνέβη. Έχετε δίκιο, θα πρέπει να βάλουμε κι εμείς ταμπέλα που να ενημερώνει για το βραχιολάκι. Θα σας καλέσει ο διευθυντής μετά τις 7 που θα βρίσκεται στο χώρο”.

Ο διευθυντής δεν καλεί ποτέ. Έπειτα από επιμονή και προσπάθεια, η μαμά καταφέρνει να μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο μερικές μέρες αργότερα. Ήδη έχει καταλάβει ότι τα προγνωστικά δεν είναι καλά για τον τρόπο που θα την αντιμετωπίσει ο διευθυντής. Και δεν πέφτει έξω. Μήνυμα ελήφθη: “Αμφιβάλλω αν αυτά που λες ισχύουν. Δεν έχεις αποδείξεις. Άμα δε σου αρέσει, μην ξανάρθεις”.

Από πού να το πιάσουμε και πού να τ’αφήσουμε.

Δε θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε την ευγένεια ως αδυναμία και να θεωρούμε ότι αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να τσαλαπατήσουμε.

Δε θα έπρεπε να ‘βγαίνουμε κι από πάνω’ όταν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κάνει πρώτα το καθήκον μας.

Δε θα έπρεπε να εξακολουθεί να μας νοιάζει μόνο η πάρτη μας, η τσέπη μας, η βολή και το βολεμά μας σήμερα, γιατί αυτά είναι ξεκάθαρα τα μπετά της αυριανής μας γκρίνιας και παρακμής.

Δε θα έπρεπε να είμαστε αδιάφοροι για το πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι.

Θα έπρεπε να έχουμε μία στοιχειώδη παιδεία. Νόμιζα ότι κάποια πράγματα είχαν αλλάξει. Κρίμα.