Hello my friend!

The Backdoor
Louisville, KY

Κατά τη διάρκεια κάποιας επίσκεψής μας σε ένα τουριστικό προορισμό εντός Ελλάδoς, σίγουρα όλοι μας έχουμε ακούσει την παραπάνω φράση. Συνήθως λέγεται από κάποιον εργαζόμενο ο οποίος προσπαθεί να προσελκύσει τουρίστες είτε σε ένα κατάστημα, είτε σε ένα εστιατόριο ή καφέ, κοκ. Μιας και μεγάλωσα σε έναν από τους κατ’εξοχήν δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς, για εμένα αποτελεί χαρακτηριστική φράση που μόλις ακούσω γύρω μου σηματοδοτεί και την έναρξη της τουριστικής σεζόν. Και κατά μία έννοια χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία μας σε ό,τι αφορά στη φιλοξενία.

Τώρα λοιπόν που ήρθε το τέλος μίας ακόμη τουριστικής σεζόν και αρχίζουμε να “μαζευόμαστε” σιγά σιγά, ως άλλα μυρμήγκια από το μύθο του Αισώπου που ετοιμάζονται για το χειμώνα (χειμώνα…κουβέντα να γίνεται), καιρός να κάνουμε τον απολογισμό της φετινής χρονιάς. Και φυσικά, λογικό είναι πάντα στα τέλη του Οκτώβρη, μαζί με την παρέλαση, τα λουκέτα στα μαγαζιά και τα φύλλα στο δρόμο, να πετυχαίνουμε όλο και κάποιο άρθρο στον Τύπο το οποίο να φέρνει κάποια χαρμόσυνη είδηση για το μέλλον του τουρισμού. Ένα τέτοιο άρθρο αποτελεί και την αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν.

Διάβασα λοιπόν πρόσφατα ότι σύμφωνα με (αξιόπιστη…θέλω να πιστεύω) έρευνα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως για τους millennial ταξιδιώτες (και για τον τουρισμό πολυτελείας!) για το 2020. Εξαιρετικά. Ωστόσο δε γίνεται παρά να αρχίσουν πάλι να μου γεννιούνται τα παρακάτω ερωτήματα.

Πρώτον, αυτοί οι millenial ταξιδιώτες…έχουν ξαναεπισκεφτεί την Ελλάδα και άρα κρίνουν ότι πρόκειται για κορυφαίο ταξιδιωτικό προορισμό; Από ποιο στοιχείο προκύπτει η εικόνα και η αντίληψη που έχουν για τη χώρα μας; Διότι αν πρόκειται για μια ιδέα που τους έχει δημιουργηθεί μέσα από χολυγουντιανές ταινίες, φωτογραφίες του ηλιοβασιλέματος στο Ημεροβίγλι και τις Καρντάσιανς που αρμενίζουν στη Mykonos, τότε φοβάμαι ότι έχουν ανεβάσει πολύ τις προσδοκίες τους. Δεν θα έλεγα ότι αυτές είναι αντιπροσωπευτικές εικόνες της τουριστικής Ελλάδας. Περισσότερο μάλλον θα έλεγα την αντιπροσωπεύουν οι ατελείωτες ουρές από ταλαίπωρους τουρίστες για τις πτήσεις charter στα αεροδρόμια, τα εστιατόρια που προσφέρουν από φρέσκο ψάρι μέχρι κατεψυγμένο moussaka και τα χωρίς ταυτότητα mini markets, που έχουν στηθεί ανά πενήντα μέτρα και εξυπηρετούν τους τουρίστες στις τοπικές αγορές τους για αλκοόλ και για συσκευασμένο tzatziki (ή και tsatsiki) spice mix. Άρα όταν έρθουν αυτοί οι millenials με το καλό, αυτά θα τους προσφέρουμε; Ποια είναι η ταυτότητά μας; Ποιο είναι το brand μας; Τί προσφέρουμε εν τέλει; Ποια εικόνα προβάλλουμε προς τις τουριστικές αγορές που μας ενδιαφέρουν και πόσο αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα; Το έχω ξαναπεί…ας μη δίνουμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να τηρήσουμε. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος είτε για να λήξει μία “φιλία”, είτε για να μην ξεκινήσει ποτέ.

Δεύτερον, έχουμε μία πληροφορία. Ανεξάρτητα αν δε γνωρίζουμε τους ακριβείς λόγους (και αυτό είναι σημαντικό στοιχείο που απουσιάζει από την έρευνα…επιμένω), η Ελλάδα εκτιμάται ως κορυφαίος προορισμός για το 2020 από την εν λόγω αγορά. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο όμως είναι ότι η πληροφορία αυτή ενδεχομένως να αποτελέσει για κάποιους αφορμή για να επαναπαυθούν. Θα είναι μια παρηγοριά στον άρρωστο, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να πυροδοτήσει τη δημιουργικότητα και τη διάθεση να εκμεταλλευτούμε μία ευκαιρία που έρχεται. Πώς προετοιμαζόμαστε για αυτή; Τί περαιτέρω στοιχεία μπορούμε να συλλέξουμε έτσι ώστε να κινηθούμε οργανωμένα και στρατηγικά για να κατακτήσουμε τη συγκεκριμένη αγορά;

Σκοπός μου δεν είναι να ακυρώσω τη συμβολή και τη διάθεση όλων εκείνων που καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να αναδείξουν την Ελλάδα στο διεθνές τουριστικό τοπίο. Ή εκείνων που κάθε μέρα, με εξαντλητικά ωράρια, χωρίς ρεπό και υπομένοντας κάθε είδους συμπεριφορές επιμένουν να προσφέρουν τον καλύτερο εαυτό τους σε όλους αυτούς που μας επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ή της κάθε έρευνας η οποία έχει κάτι να μας μεταφέρει. Θα ήθελα όμως να πω τα εξής.

Η Ελλάδα διαθέτει μεν απαράμιλλο φυσικό και πολιτιστικό πλούτο, όπως και τόσα άλλα προτερήματα μοναδικά στον κόσμο, ωστόσο δε μπορώ να μην αναφερθώ στην ξεπερασμένη νοοτροπία που εξακολουθούμε να συναντάμε συχνά γύρω μας. Και δυστυχώς δεν αναφέρομαι σε κάποια glamorous vintage νοοτροπία, αλλά στη νοοτροπία που είχαμε ακόμα όταν ήρθαν οι πρώτοι τουρίστες στη χώρα και γουρλώσαμε τα ματάκια μας και τρίψαμε τα χεράκια μας. Κάνουμε ό,τι κάναμε και τότε. Χωρίς στρατηγική, χωρίς συγκεκριμένα βήματα, χωρίς να απευθυνθούμε σε ειδικούς. Το καλοκαίρι μαζεύουμε εφόδια για το χειμώνα και το χειμώνα μαζεύουμε δυνάμεις για το καλοκαίρι. Και φτου κι απ’την αρχή ένας φαύλος κύκλος. Τί κάναμε πέρσι; Αυτό θα κάνουμε και φέτος. Αφού θα έχουμε κόσμο.

Ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα.

Ας μην επαναπαυόμαστε λοιπόν επειδή έληξε η φετινή σεζόν και οι οιωνοί προμηνύονται θετικοί για την επόμενη. Γιατί ναι, καλά κάνουμε και είμαστε μυρμήγκια το καλοκαίρι. Αν όμως συνεχίσουμε να τραγουδάμε σαν ανέμελα τζιτζίκια με το που μπει ο χειμώνας…τότε bye bye my (millenial) friend!